Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τοι
τοιγάρ
τοῖος
τοιόσδε
τοιοῦτος
τοῖχος
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
τορέω
View word page
τολμήεις
-εντος
[τολμάω.]
ShortDef
enduring, steadfast
Debugging
Headword:
τολμήεις
Headword (normalized):
τολμήεις
Headword (normalized/stripped):
τολμηεις
IDX:
8959
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8960
Key:
Data
{'content': '<p>-εντος</p> <p>[τολμάω.]</p>'}