Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σύ
τοι
τοιγάρ
τοῖος
τοιόσδε
τοιοῦτος
τοῖχος
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
τοξοσύνη
τοξότης
τοξοφόρος
View word page
τολμάω
[τλάω.]
(ἐπι-)
ShortDef
to undertake, take heart
Debugging
Headword:
τολμάω
Headword (normalized):
τολμάω
Headword (normalized/stripped):
τολμαω
IDX:
8958
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8959
Key:
Data
{'content': '<p>[τλάω.]</p> <p>(ἐπι-)</p>'}