Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τμήδην
τμήξας
τόθι
σύ
τοι
τοιγάρ
τοῖος
τοιόσδε
τοιοῦτος
τοῖχος
τοκάς
τοκεύς
τόκος
τολμάω
τολμήεις
τολυπεύω
τομή
τοξάζομαι
τοξευτής
τοξεύω
τόξον
View word page
τοκάς

-άδος

[τοκ-, τίκτω.]

ShortDef

of or for breeding, prolific, having just given birth

Debugging

Headword:
τοκάς
Headword (normalized):
τοκάς
Headword (normalized/stripped):
τοκας
IDX:
8955
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8956
Key:

Data

{'content': '<p>-άδος</p> <p>[τοκ-, τίκτω.]</p>'}