Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τίς
τις
τίσις
τίσω
τιταίνω
τιτός
τιτύσκομαι
τίφθ
τίνω
τλάω
τλήμων
τλήσομαι
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμήξας
τόθι
σύ
τοι
τοιγάρ
τοῖος
View word page
τλήμων

-ονος

[τλη-, τλάω.]

ShortDef

suffering, enduring, patient, stout-hearted

Debugging

Headword:
τλήμων
Headword (normalized):
τλήμων
Headword (normalized/stripped):
τλημων
IDX:
8941
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8942
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος</p> <p>[τλη-, τλάω.]</p>'}