Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τηλύγετος
τῆμος
τῆος
τηΰσιος
τίη
τιθαιβώσσω
τίθημι
τιθήνη
τίκτω
τίλλω
τιμάω
τιμή
τιμήεις
τίμιος
τινάσσω
τίνυμαι
τίπτε
τίς
τις
τίσις
τίσω
View word page
τιμάω
[τιμή.]
ShortDef
to honor; to value something at a price (gen.)
Debugging
Headword:
τιμάω
Headword (normalized):
τιμάω
Headword (normalized/stripped):
τιμαω
IDX:
8924
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8925
Key:
Data
{'content': '<p>[τιμή.]</p>'}