Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τηλεθάω
τηλεκλειτός
τηλεκλυτός
τηλεφανής
τηλίκος
τηλόθεν
τηλόθι
τηλόσε
τηλοτάτω
τηλοῦ
τηλύγετος
τῆμος
τῆος
τηΰσιος
τίη
τιθαιβώσσω
τίθημι
τιθήνη
τίκτω
τίλλω
τιμάω
View word page
τηλύγετος

[perh. fr. *τῆλυς, great (cf. τῆλε, τηλοῦ). Grown big.]

Thus, that is entering, or has just entered, on manhood or womanhood, grown, great, big : λιποῦσα παῖδα τηλυγέτην Il. 3.175 (i.e. just at the age when she most needed a mother's care), βῆ μετὰ φαίνοπος υἶε, ἄμφω τηλυγέτω · ὁ δὲ τείρετο γήραϊ Il. 5.153 (of course the older the boys the less their father could hope for other heirs ; cf. Il. 9.482 : Od. 16.19 below), Ὀρέστῃ, ὅς μοι (οἰ̔ τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ (a big boy by now) Il. 9.143, 285, ὡς εἴ τε πατὴρ δν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον πολλοῖσιν ἐπὶ κτεάτεσσιν 482 (cf. Il. 5.153 above) : ὅς οἱ τηλύγετος γένετο (was now a grown youth; see under γίγνομαι I.9) Od. 4.11, ὡς πατὴρ ὃν παῖδʼ ἀγαπάζῃ μοῦνον τηλύγετον Od. 16.19 (cf. Il. 5.153 above).

Absol., a stripling : οὐκ?̓ιδομενῆα φόβος λάβε τηλύγετον ὥς Il. 13.470.

ShortDef

an only child, a darling child

Debugging

Headword:
τηλύγετος
Headword (normalized):
τηλύγετος
Headword (normalized/stripped):
τηλυγετος
IDX:
8914
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8915
Key:

Data

{'content': "<p>-η</p> <p>[perh. fr. *τῆλυς, great (cf. τῆλε, τηλοῦ). Grown big.]</p> <p>Thus, that is entering, or has just entered, on manhood or womanhood, grown, great, big : λιποῦσα παῖδα τηλυγέτην Il. 3.175 (i.e. just at the age when she most needed a mother's care), βῆ μετὰ φαίνοπος υἶε, ἄμφω τηλυγέτω · ὁ δὲ τείρετο γήραϊ Il. 5.153 (of course the older the boys the less their father could hope for other heirs ; cf. Il. 9.482 : Od. 16.19 below), Ὀρέστῃ, ὅς μοι (οἰ̔ τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ (a big boy by now) Il. 9.143, 285, ὡς εἴ τε πατὴρ δν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον πολλοῖσιν ἐπὶ κτεάτεσσιν 482 (cf. Il. 5.153 above) : ὅς οἱ τηλύγετος γένετο (was now a grown youth; see under γίγνομαι I.9) Od. 4.11, ὡς πατὴρ ὃν παῖδʼ ἀγαπάζῃ μοῦνον τηλύγετον Od. 16.19 (cf. Il. 5.153 above).</p> <p>Absol., a stripling : οὐκ?̓ιδομενῆα φόβος λάβε τηλύγετον ὥς Il. 13.470.</p>"}