Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τετύχηκε
τεῦξε
τεύξεσθαι
τεύξεσθαι
τεύξῃ
τεύξω
τεῦχος
τεύχω
τέφρη
τεχνάομαι
τέχνη
τεχνήεις
τεχνήεις
τεχνῆσσαι
τέως
τῆ
τῆθος
τηκεδών
τήκω
τῆλε
τηλεδαπός
View word page
τέχνη

-ης, ἡ.

ShortDef

art, skill, craft in work, cunning of hand

Debugging

Headword:
τέχνη
Headword (normalized):
τέχνη
Headword (normalized/stripped):
τεχνη
IDX:
8893
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8894
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}