Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τετυμμένω
τετύχηκε
τεῦξε
τεύξεσθαι
τεύξεσθαι
τεύξῃ
τεύξω
τεῦχος
τεύχω
τέφρη
τεχνάομαι
τέχνη
τεχνήεις
τεχνήεις
τεχνῆσσαι
τέως
τῆ
τῆθος
τηκεδών
τήκω
τῆλε
View word page
τεχνάομαι

[τέχνη.]

ShortDef

to make by art, to execute skilfully

Debugging

Headword:
τεχνάομαι
Headword (normalized):
τεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
τεχναομαι
IDX:
8892
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8893
Key:

Data

{'content': '<p>[τέχνη.]</p>'}