Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τετρίγει
τετροφε
τέττα
τέττιξ
τετυγμένος
τετύγμην
τετυκεῖν
τετύκοντο
τέτυκται
τετυμμένω
τετύχηκε
τεῦξε
τεύξεσθαι
τεύξεσθαι
τεύξῃ
τεύξω
τεῦχος
τεύχω
τέφρη
τεχνάομαι
τέχνη
View word page
τετύχηκε

3 sing. pf. τυγχάνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετύχηκε
Headword (normalized):
τετύχηκε
Headword (normalized/stripped):
τετυχηκε
IDX:
8883
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8884
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. τυγχάνω.</p>'}