Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τετρήχει
τετρίγει
τετροφε
τέττα
τέττιξ
τετυγμένος
τετύγμην
τετυκεῖν
τετύκοντο
τέτυκται
τετυμμένω
τετύχηκε
τεῦξε
τεύξεσθαι
τεύξεσθαι
τεύξῃ
τεύξω
τεῦχος
τεύχω
τέφρη
τεχνάομαι
View word page
τετυμμένω
nom. dual masc. pf. pple. pass. τύπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τετυμμένω
Headword (normalized):
τετυμμένω
Headword (normalized/stripped):
τετυμμενω
IDX:
8882
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8883
Key:
Data
{'content': '<p>nom. dual masc. pf. pple. pass. τύπτω.</p>'}