Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τετραφάληρος
τετράφαλος
τετράφατο
τετράφθω
τετραχθά
τέτρηνα
τετρήχει
τετρίγει
τετροφε
τέττα
τέττιξ
τετυγμένος
τετύγμην
τετυκεῖν
τετύκοντο
τέτυκται
τετυμμένω
τετύχηκε
τεῦξε
τεύξεσθαι
τεύξεσθαι
View word page
τέττιξ

-ιγος, ὁ.

ShortDef

a kind of grasshopper, the cicala, Lat. cicada

Debugging

Headword:
τέττιξ
Headword (normalized):
τέττιξ
Headword (normalized/stripped):
τεττιξ
IDX:
8876
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8877
Key:

Data

{'content': '<p>-ιγος, ὁ.</p>'}