Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τέτραπτο
τέτρατος
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετράφατο
τετράφθω
τετραχθά
τέτρηνα
τετρήχει
τετρίγει
τετροφε
τέττα
τέττιξ
τετυγμένος
τετύγμην
τετυκεῖν
τετύκοντο
τέτυκται
τετυμμένω
τετύχηκε
τεῦξε
View word page
τετροφε
3 sing. pf. τρέφω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τετροφε
Headword (normalized):
τετροφε
Headword (normalized/stripped):
τετροφε
IDX:
8874
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8875
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. τρέφω.</p>'}