Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τετράοροι
τετραπλόος
τέτραπτο
τέτρατος
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετράφατο
τετράφθω
τετραχθά
τέτρηνα
τετρήχει
τετρίγει
τετροφε
τέττα
τέττιξ
τετυγμένος
τετύγμην
τετυκεῖν
τετύκοντο
τέτυκται
τετυμμένω
View word page
τετρήχει

3 sing. plupf. ταράσσω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετρήχει
Headword (normalized):
τετρήχει
Headword (normalized/stripped):
τετρηχει
IDX:
8872
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8873
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. plupf. ταράσσω.</p>'}