Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τετραμμένος
τετράοροι
τετραπλόος
τέτραπτο
τέτρατος
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετράφατο
τετράφθω
τετραχθά
τέτρηνα
τετρήχει
τετρίγει
τετροφε
τέττα
τέττιξ
τετυγμένος
τετύγμην
τετυκεῖν
τετύκοντο
τέτυκται
View word page
τέτρηνα
aor. τετραίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τέτρηνα
Headword (normalized):
τέτρηνα
Headword (normalized/stripped):
τετρηνα
IDX:
8871
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8872
Key:
Data
{'content': '<p>aor. τετραίνω.</p>'}