Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τετληότες
τετληυῖα
τέτμε
τετμημένον
τετράγυος
τετραθέλυμνος
τετραίνω
τετράκις
τετράκυκλος
τετραμμένος
τετράοροι
τετραπλόος
τέτραπτο
τέτρατος
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετράφατο
τετράφθω
τετραχθά
τέτρηνα
τετρήχει
View word page
τετράοροι

[contr. fr. τετραήορος, fr. τετρα-, τέσσαρες + ἠορ-, ἀείρω. Cf. παρήορος, συνήορος.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετράοροι
Headword (normalized):
τετράοροι
Headword (normalized/stripped):
τετραοροι
IDX:
8862
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8863
Key:

Data

{'content': '<p>[contr. fr. τετραήορος, fr. τετρα-, τέσσαρες + ἠορ-, ἀείρω. Cf. παρήορος, συνήορος.]</p>'}