Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τετέλεσται
τετεύξεται
τετεύχαται
τετεύχημαι
τετευχώς
τέτηκα
τετίημαι
τετιμένος
τέτλαθι
τετλαίη
τέτληκε
τετληότες
τετληυῖα
τέτμε
τετμημένον
τετράγυος
τετραθέλυμνος
τετραίνω
τετράκις
τετράκυκλος
τετραμμένος
View word page
τέτληκε
3 sing. pf. τλάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τέτληκε
Headword (normalized):
τέτληκε
Headword (normalized/stripped):
τετληκε
IDX:
8851
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8852
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. τλάω.</p>'}