Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τερπικέραυνος
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερψίμβροτος
τέρψομαι
τεσσαράβοιος
τεσσαράκοντα
τέσσαρες
τεταγών
τέταντο
τετάνυσται
τετάρπετο
τέταρτος
τέταται
τετέλεσται
τετεύξεται
τετεύχαται
τετεύχημαι
τετευχώς
View word page
τεταγών

aor.

[redup. fr. ταγ-. Cf. L. ta(n)go.]

To grasp, seize : ῥῖψε ποδὸς τεταγών (by the . . .) Il. 1.591. Cf. Il. 15.23.

ShortDef

having seized

Debugging

Headword:
τεταγών
Headword (normalized):
τεταγών
Headword (normalized/stripped):
τεταγων
IDX:
8835
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8836
Key:

Data

{'content': '<p>aor.</p> <p>[redup. fr. ταγ-. Cf. L. ta(n)go.]</p> <p>To grasp, seize : ῥῖψε ποδὸς τεταγών (by the . . .) Il. 1.591. Cf. Il. 15.23.</p>'}