Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τέρας
τέρετρον
τέρην
τέρμα
τερμιόεις
τερπικέραυνος
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τερψίμβροτος
τέρψομαι
τεσσαράβοιος
τεσσαράκοντα
τέσσαρες
τεταγών
τέταντο
τετάνυσται
τετάρπετο
τέταρτος
τέταται
View word page
τερψίμβροτος
[τερψ-, τέρπω + (μ)βροτός.]
that brings delight to me. Epithet of Ἠέλιος Od. 12.269 = 274.
ShortDef
gladdening the heart of man
Debugging
Headword:
τερψίμβροτος
Headword (normalized):
τερψίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
τερψιμβροτος
IDX:
8830
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8831
Key:
Data
{'content': '<p>[τερψ-, τέρπω + (μ)βροτός.]</p> <p>that brings delight to me. Epithet of Ἠέλιος Od. 12.269 = 274.</p>'}