Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τεκταίνομαι
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελείω
τέλεσε
τελεσφόρος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλος
τέλοσδε
τέλσον
τέμενος τερσαίνω
τέμενος
τέμνω
τέτμον
View word page
τελευτή

-ῆς, ἡ

[τελέω.]

ShortDef

a finishing, completion, accomplishment

Debugging

Headword:
τελευτή
Headword (normalized):
τελευτή
Headword (normalized/stripped):
τελευτη
IDX:
8805
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8806
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[τελέω.]</p>'}