Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελείω
τέλεσε
τελεσφόρος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλος
τέλοσδε
τέλσον
τέμενος τερσαίνω
τέμενος
τέμνω
View word page
τελευτάω
[τελευτή.]
ShortDef
to complete, finish, accomplish; pple. finally, in the end
Debugging
Headword:
τελευτάω
Headword (normalized):
τελευτάω
Headword (normalized/stripped):
τελευταω
IDX:
8804
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8805
Key:
Data
{'content': '<p>[τελευτή.]</p>'}