Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τέκνον
τέκον
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελείω
τέλεσε
τελεσφόρος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλος
τέλοσδε
τέλσον
τέμενος τερσαίνω
View word page
τέλεσε

3 sing. aor. τελέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέλεσε
Headword (normalized):
τέλεσε
Headword (normalized/stripped):
τελεσε
IDX:
8802
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8803
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. τελέω.</p>'}