Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκνον
τέκον
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελείω
τέλεσε
τελεσφόρος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
τέλλω
τέλος
τέλοσδε
View word page
τέλειος

[τέλος.]

ShortDef

having reached its end, finished, complete

Debugging

Headword:
τέλειος
Headword (normalized):
τέλειος
Headword (normalized/stripped):
τελειος
IDX:
8800
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8801
Key:

Data

{'content': '<p>[τέλος.]</p>'}