Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαός
ἀγνοέω
ἁγνός
ἄγνυμι
ἀγνώς
ἀγνώσασκε
ἄγνωστος
ἀγξηραίνω
ἄγονος
ἀγοράομαι
ἀγορεύω
ἀγορά
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
View word page
ἀγξηραίνω
[ἀγ-, ἀνα- 6.]
3 sing. aor. subj. ἀγξηράνῃ.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγξηραίνω
Headword (normalized):
ἀγξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
αγξηραινω
IDX:
87
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.88
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀγ-, ἀνα- 6.]</p> <p>3 sing. aor. subj. ἀγξηράνῃ.</p>'}