Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τειχιόεις
τειχίον
τεῖχος
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκνον
τέκον
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελείω
τέλεσε
τελεσφόρος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελήεις
View word page
τέκτων
-ονος, ὁ.
ShortDef
any worker in wood
Debugging
Headword:
τέκτων
Headword (normalized):
τέκτων
Headword (normalized/stripped):
τεκτων
IDX:
8797
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8798
Key:
Data
{'content': '<p>-ονος, ὁ.</p>'}