Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τειχίζομαι
τειχιόεις
τειχίον
τεῖχος
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκνον
τέκον
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελείω
τέλεσε
τελεσφόρος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
View word page
τεκτοσύνη
-ης, ἡ
[τέκτων.]
ShortDef
the art of a joiner, carpentry
Debugging
Headword:
τεκτοσύνη
Headword (normalized):
τεκτοσύνη
Headword (normalized/stripped):
τεκτοσυνη
IDX:
8796
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8797
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[τέκτων.]</p>'}