Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τειχεσιπλήτης
τειχίζομαι
τειχιόεις
τειχίον
τεῖχος
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκνον
τέκον
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
τελέθω
τέλειος
τελείω
τέλεσε
τελεσφόρος
τελευτάω
τελευτή
View word page
τεκταίνομαι

[τέκτων.]

3 sing. aor. τεκτήνατο Il. 5.62.

3 sing. opt. τεκτήναιτο Il. 10.19.

(παρα-.)

ShortDef

to make, work, frame

Debugging

Headword:
τεκταίνομαι
Headword (normalized):
τεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
τεκταινομαι
IDX:
8795
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8796
Key:

Data

{'content': '<p>[τέκτων.]</p> <p>3 sing. aor. τεκτήνατο Il. 5.62.</p> <p>3 sing. opt. τεκτήναιτο Il. 10.19.</p> <p>(παρα-.)</p>'}