Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τεθνάμεν
τεθνεῶτι
τέθνηκε
τεθνηώς
τεθυωμένον
τεΐν
τείνω
τείρεα
τείρω
τείσω
τειχεσιπλήτης
τειχίζομαι
τειχιόεις
τειχίον
τεῖχος
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκνον
τέκον
τέκος
τεκταίνομαι
View word page
τειχεσιπλήτης

[τείχεσι,

dat. pl. of τεῖχος + πλη-, πελάζω. That comes near to walls (in hostile sense). Cf. δασπλῆτις.]

ShortDef

approacher of walls

Debugging

Headword:
τειχεσιπλήτης
Headword (normalized):
τειχεσιπλήτης
Headword (normalized/stripped):
τειχεσιπλητης
IDX:
8785
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8786
Key:

Data

{'content': '<p>[τείχεσι,</p> <p>dat. pl. of τεῖχος + πλη-, πελάζω. That comes near to walls (in hostile sense). Cf. δασπλῆτις.]</p>'}