Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
ταφήϊος
τάφος
τάφος
τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
ταχύς
τάχος
ταχύπωλος
ταχύς
ταχυτής
τε
τέγεος
View word page
τάφρος
-ου, ἡ.
ShortDef
a ditch, trench
Debugging
Headword:
τάφρος
Headword (normalized):
τάφρος
Headword (normalized/stripped):
ταφρος
IDX:
8759
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8760
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ἡ.</p>'}