Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ταρπώμεθα
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
ταφήϊος
τάφος
τάφος
τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
ταχύς
τάχος
ταχύπωλος
ταχύς
ταχυτής
τε
View word page
τάφος

τό

[ταφ-, τέθηπα.]

ShortDef

a burial, funeral
astonishment, amazement

Debugging

Headword:
τάφος
Headword (normalized):
τάφος
Headword (normalized/stripped):
ταφος
IDX:
8758
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8759
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[ταφ-, τέθηπα.]</p>'}