Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τάρπησαν
ταρπώμεθα
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
ταφήϊος
τάφος
τάφος
τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
ταχύς
τάχος
ταχύπωλος
ταχύς
ταχυτής
View word page
τάφος
-ου, ὁ
[θάπτω.]
ShortDef
a burial, funeral
astonishment, amazement
Debugging
Headword:
τάφος
Headword (normalized):
τάφος
Headword (normalized/stripped):
ταφος
IDX:
8757
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8758
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[θάπτω.]</p>'}