Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
τάρπησαν
ταρπώμεθα
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
ταφήϊος
τάφος
τάφος
τάφρος
ταφών
τάχα
ταχέως
View word page
τάρφος

τό.

ShortDef

a thicket

Debugging

Headword:
τάρφος
Headword (normalized):
τάρφος
Headword (normalized/stripped):
ταρφος
IDX:
8752
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8753
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}