Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
τάρπησαν
ταρπώμεθα
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
ταφήϊος
τάφος
τάφος
View word page
ταρπώμεθα
1 pl. aor. subj. mid. τέρπω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ταρπώμεθα
Headword (normalized):
ταρπώμεθα
Headword (normalized/stripped):
ταρπωμεθα
IDX:
8748
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8749
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. aor. subj. mid. τέρπω.</p>'}