Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
τάρπησαν
ταρπώμεθα
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
ταφήϊος
τάφος
View word page
τάρπησαν

3 pl. aor. pass. τέρπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τάρπησαν
Headword (normalized):
τάρπησαν
Headword (normalized/stripped):
ταρπησαν
IDX:
8747
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8748
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. pass. τέρπω.</p>'}