Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
τάρπησαν
ταρπώμεθα
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
ταφήϊος
View word page
ταρβοσύνη

-ης, ἡ

[τάρβος.]

=τάρβος. Od. 18.342.

ShortDef

fright, alarm, terror

Debugging

Headword:
ταρβοσύνη
Headword (normalized):
ταρβοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ταρβοσυνη
IDX:
8746
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8747
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[τάρβος.]</p> <p>=τάρβος. Od. 18.342.</p>'}