Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
τάρπησαν
ταρπώμεθα
ταρσός
ταρφέες
τάρφθη
τάρφος
ταρχύω
ταύρειος
ταῦρος
View word page
τάρβος
τό.
ShortDef
fright, alarm, terror
Debugging
Headword:
τάρβος
Headword (normalized):
τάρβος
Headword (normalized/stripped):
ταρβος
IDX:
8745
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8746
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}