Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
τάρπησαν
ταρπώμεθα
ταρσός
View word page
τανύφυλλος
-ον
[τανύω + φύλλον.]
Long-leaved: ἐλαίη Od. 13.102, 346. Cf. Od. 23.190, 195.
ShortDef
with long-pointed leaves
Debugging
Headword:
τανύφυλλος
Headword (normalized):
τανύφυλλος
Headword (normalized/stripped):
τανυφυλλος
IDX:
8739
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8740
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[τανύω + φύλλον.]</p> <p>Long-leaved: ἐλαίη Od. 13.102, 346. Cf. Od. 23.190, 195.</p>'}