Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
τάρπησαν
ταρπώμεθα
View word page
τανύφλοιος
-ον
[τανύω + φλοιός.]
ShortDef
with long-stretched bark
Debugging
Headword:
τανύφλοιος
Headword (normalized):
τανύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
τανυφλοιος
IDX:
8738
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8739
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[τανύω + φλοιός.]</p>'}