Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
ταρβοσύνη
View word page
τανυσίπτερος

-ον

[τανυσι-, τανύω + πτερόν.]

=τανυπτέρυξ.: ὄρνιθες Od. 5.65, κίχλαι Od. 22.468.

ShortDef

with extended wings, long-winged

Debugging

Headword:
τανυσίπτερος
Headword (normalized):
τανυσίπτερος
Headword (normalized/stripped):
τανυσιπτερος
IDX:
8736
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8737
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[τανυσι-, τανύω + πτερόν.]</p> <p>=τανυπτέρυξ.: ὄρνιθες Od. 5.65, κίχλαι Od. 22.468.</p>'}