Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
ταράσσω
ταρβέω
τάρβος
View word page
τανυπτέρυξ
-υγος
[τανύω + πτέρυξ.]
Longwinged: οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσιν Il. 12.237. Cf. Il. 19.350.
ShortDef
with wings extended, long-winged
Debugging
Headword:
τανυπτέρυξ
Headword (normalized):
τανυπτέρυξ
Headword (normalized/stripped):
τανυπτερυξ
IDX:
8735
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8736
Key:
Data
{'content': '<p>-υγος</p> <p>[τανύω + πτέρυξ.]</p> <p>Longwinged: οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσιν Il. 12.237. Cf. Il. 19.350.</p>'}