Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
ταρ
View word page
τανυήκης

[τανύω + *ἀκή, point, edge. Cf. ταναήκης.]

Neut. τανύηκες.

ShortDef

with long point

Debugging

Headword:
τανυήκης
Headword (normalized):
τανυήκης
Headword (normalized/stripped):
τανυηκης
IDX:
8732
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8733
Key:

Data

{'content': '<p>[τανύω + *ἀκή, point, edge. Cf. ταναήκης.]</p> <p>Neut. τανύηκες.</p>'}