Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τἆλλα
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
τάπης
View word page
τανυγλώχις

-ινος

[τανύ + γλωχίς, in sense 'barb.' Cf. χαλκογλώχις.]

ShortDef

with long point

Debugging

Headword:
τανυγλώχις
Headword (normalized):
τανυγλώχις
Headword (normalized/stripped):
τανυγλωχις
IDX:
8731
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8732
Key:

Data

{'content': "<p>-ινος</p> <p>[τανύ + γλωχίς, in sense 'barb.' Cf. χαλκογλώχις.]</p>"}