Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ταλάφρων
τἆλλα
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
τανύφυλλος
τανύω
View word page
τανύγλωσσος

-ον

[τανύω + γλῶσσα.]

ShortDef

long-tongued, chattering

Debugging

Headword:
τανύγλωσσος
Headword (normalized):
τανύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
τανυγλωσσος
IDX:
8730
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8731
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[τανύω + γλῶσσα.]</p>'}