Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ταλάσσῃ
ταλαύρινος
ταλάφρων
τἆλλα
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
τανύπεπλος
τανυπτέρυξ
τανυσίπτερος
τανυστύς
τανύφλοιος
View word page
ταναύπους

-ποδος

[τανα(ϝ)ός + πούς.]

ShortDef

stretching the feet, long-striding, longshanked

Debugging

Headword:
ταναύπους
Headword (normalized):
ταναύπους
Headword (normalized/stripped):
ταναυπους
IDX:
8728
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8729
Key:

Data

{'content': '<p>-ποδος</p> <p>[τανα(ϝ)ός + πούς.]</p>'}