Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ταλαπείριος
ταλαπενθής
τάλαρος
τάλας
ταλασίφρων
ταλάσσῃ
ταλαύρινος
ταλάφρων
τἆλλα
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
τάνυμι
View word page
ταμία

-ης, ἡ

[τάμνω.]

ShortDef

a housekeeper, housewife
[controller, treasurer > ταμίας]

Debugging

Headword:
ταμία
Headword (normalized):
ταμία
Headword (normalized/stripped):
ταμια
IDX:
8723
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8724
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[τάμνω.]</p>'}