Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τάλαντον
ταλαπείριος
ταλαπενθής
τάλαρος
τάλας
ταλασίφρων
ταλάσσῃ
ταλαύρινος
ταλάφρων
τἆλλα
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
τανηλεγής
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανυήκης
View word page
ταμεσίχρως

-οος

[ταμεσι-, τάμνω + χρώς.]

ShortDef

cutting the skin, wounding

Debugging

Headword:
ταμεσίχρως
Headword (normalized):
ταμεσίχρως
Headword (normalized/stripped):
ταμεσιχρως
IDX:
8722
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8723
Key:

Data

{'content': '<p>-οος</p> <p>[ταμεσι-, τάμνω + χρώς.]</p>'}