ταμεσίχρως
-οος
[ταμεσι-, τάμνω + χρώς.]
ShortDef
cutting the skin, wounding
Debugging
Headword (normalized):
ταμεσίχρως
Headword (normalized/stripped):
ταμεσιχρως
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8723
Data
{'content': '<p>-οος</p> <p>[ταμεσι-, τάμνω + χρώς.]</p>'}