Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
ταλαπείριος
ταλαπενθής
τάλαρος
τάλας
ταλασίφρων
ταλάσσῃ
ταλαύρινος
ταλάφρων
τἆλλα
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
ταναήκης
ταναός
ταναύπους
View word page
ταλάσσῃ

3 sing. aor. subj. τλάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ταλάσσῃ
Headword (normalized):
ταλάσσῃ
Headword (normalized/stripped):
ταλασση
IDX:
8718
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8719
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. subj. τλάω.</p>'}