Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
ταλαπείριος
ταλαπενθής
τάλαρος
τάλας
ταλασίφρων
ταλάσσῃ
ταλαύρινος
ταλάφρων
τἆλλα
ταμεσίχρως
ταμία
ταμίης
τέμνω
View word page
τάλαρος

-ου, ὁ.

ShortDef

a basket

Debugging

Headword:
τάλαρος
Headword (normalized):
τάλαρος
Headword (normalized/stripped):
ταλαρος
IDX:
8715
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8716
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}