Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
ταλαπείριος
ταλαπενθής
τάλαρος
τάλας
ταλασίφρων
ταλάσσῃ
ταλαύρινος
ταλάφρων
τἆλλα
View word page
ταλαεργός

[ταλα-, τλάω + (ϝ)έργον.]

ShortDef

enduring labour, drudging

Debugging

Headword:
ταλαεργός
Headword (normalized):
ταλαεργός
Headword (normalized/stripped):
ταλαεργος
IDX:
8711
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8712
Key:

Data

{'content': '<p>[ταλα-, τλάω + (ϝ)έργον.]</p>'}