Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
ταλαπείριος
ταλαπενθής
τάλαρος
τάλας
ταλασίφρων
ταλάσσῃ
ταλαύρινος
View word page
σώοντες
nom. pl. masc. pres. pple. σαόω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σώοντες
Headword (normalized):
σώοντες
Headword (normalized/stripped):
σωοντες
IDX:
8709
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8710
Key:
Data
{'content': '<p>nom. pl. masc. pres. pple. σαόω.</p>'}