Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σχέσθαι
σχέτλιος
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
ταλαπείριος
ταλαπενθής
τάλαρος
τάλας
ταλασίφρων
View word page
σῶκος
Perh., the strong, the mighty: σῶκος ἐριούνιος ʼερμῆς Od. 3.72.
ShortDef
the stout, strong one
Debugging
Headword:
σῶκος
Headword (normalized):
σῶκος
Headword (normalized/stripped):
σωκος
IDX:
8707
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8708
Key:
Data
{'content': '<p>Perh., the strong, the mighty: σῶκος ἐριούνιος ʼερμῆς Od. 3.72.</p>'}